Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αντιπαράθεση

  • 1 αντιπαράθεση

    [ацципаратэси] ουσ. Θ. сопоставление, сличение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιπαράθεση

  • 2 конфронтация

    конфронтация ж η αντιπαράθεση
    * * *
    ж
    η αντιπαράθεση

    Русско-греческий словарь > конфронтация

  • 3 противопоставление

    1. (сравнение, сопоставление) η σύγκριση, η αντιπαράθεση, η αντιπαραβολή 2. (выставление против кого-, чего-л.) η αντίταξη, η αντίθεση, η αντιπαράταξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противопоставление

  • 4 сопоставимость

    η σύγκριση, η συσχέτιση, η αντιπαράθεση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сопоставимость

  • 5 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 6 антитеза

    θ.
    1. αντίθεση, αντίταξη, αντιπαράθεση.
    2. βλ. антитезис.

    Большой русско-греческий словарь > антитеза

  • 7 конфронтация

    θ.
    αντιπαράταξη, αντιμέτωπη απειλητική θέση• αντιπαράθεση.

    Большой русско-греческий словарь > конфронтация

  • 8 не...

    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. και σημαίνει: α) αντιπαράθεση, αντίθεση, αντώνυμο: недруг, неправда, небольшой, невысокий, β) στέρηση, άρνηση, έλλειψη• (αντιστοχεί στο στερητικό α.): необоснованность, неискренний, γ) αντί: ненаучный.

    Большой русско-греческий словарь > не...

  • 9 параллель

    θ. (μαθ.) η παράλληλη (γραμμή)•

    провести параллель φέρω (τραβώ) παράλληλη.

    || ο γεωγραφικός παράλληλος. || παραλληλισμός, παραβολή, σύγκριση, αντιπαράθεση.

    Большой русско-греческий словарь > параллель

  • 10 противопоставление

    ουδ.
    1. αντιπαράθεση, αντιπαραβολή σύγκριση.
    2. αντίταξη, αντίθεση αντιπαράταξη.

    Большой русско-греческий словарь > противопоставление

  • 11 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 12 сопоставление

    ουδ.
    αντιπαράθεση, αντίπαραβολή, συσχέτιση.

    Большой русско-греческий словарь > сопоставление

  • 13 фронт

    -а, γεν. πλθ. -ов α.
    1. (στρατ..) ζυγός παράταξης•

    выстроить команду на фронт συντάσσω το τμήμα ησ.τα παράταξη (επι ζυγών)•

    пройти перед -ом περνώ μπροστά από την παράταξη.

    2. (στρατ.) μέτωπο•

    линия -а η γραμμή του μετώπου•

    επίθεση σ όλο το μέτωπο•

    командующий -ом ο διοικητής του μετώπου.

    3. μτφ. αντιπαράθεση, αντιπαράταξη•

    народный фронт λαϊκό μέτωπο•

    идеологический фронт ιδεολογικό μέτωπο.

    4. μτφ. τομέας, σφαίρα•

    трудовой фронт, фронт работы το μέτωπο της δουλειάς.

    5. πλθ. фронты, -ов διαχωριστικές ατμοσφαιρικές ζώνες.
    6. μπροστινή (μετωπική) πλευρά•

    фронт котла το μπροστινό μέρος του λέβητα.

    εκφρ.
    борьба на два -а – διμέτωπος αγώνας•
    переменять фронт – κάνω μεταλλαγή•
    стать (вытянуть(ся) во фронт – παίρνω στάση προσοχής, στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο.

    Большой русско-греческий словарь > фронт

См. также в других словарях:

  • αντιπαράθεση — η (AM ἀντιπαράθεσις) αντιπαραβολή, σύγκριση νεοελλ. τοποθέτηση εναντίον κάποιου, εχθρική στάση μσν. αντιστοιχία …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • αγραριανισμός — ο 1. θεωρία τής ίσης κατανομής ή τής δίκαιης αναδιανομής τής έγγειας ιδιοκτησίας 2. κοινωνική ή πολιτική κίνηση που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αγροτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη δικαιότερη κατανομή τής γης και τη βελτίωση τής οικονομικής… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»